λογοδαίδαλος

λογοδαίδαλος
λογοδαίδαλος
skilled in tricking out a speech
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λογοδαίδαλος — λογοδαίδαλος, ον (Α) ο ικανός, ο έμπειρος στη διακόσμηση τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + δαίδαλος (πρβλ. λιθο δαίδαλος, χαλκο δαίδαλος)] …   Dictionary of Greek

  • λογοδαίδαλον — λογοδαίδαλος skilled in tricking out a speech masc/fem acc sg λογοδαίδαλος skilled in tricking out a speech neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογοδαιδάλους — λογοδαίδαλος skilled in tricking out a speech masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • THEODORUS Byzantius — sophista, qui a Platone Λογοδαίδαλος vocatus est. Scripsit contra Thrasybulum et Andocidem et alia quaedam, Suidas. Ceterum de variis Theodoris praeter Laertium, vide Vossium et Ionsium. Nic. Lloydius …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… …   Dictionary of Greek

  • λογοδαιδαλία — λογοδαιδαλία, ἡ (Α) [λογοδαίδαλος] η επιτηδειότητα, η ικανότητα στη διακόσμηση τού λόγου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”